- συνεδρίτης
- συνεδρ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,A fellow-officer of the Guard,
σ. ὢν αὐτῷ πρὸ τῶν βασιλείων θυρῶν Nic.Dam.Fr.3
J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σ. ὢν αὐτῷ πρὸ τῶν βασιλείων θυρῶν Nic.Dam.Fr.3
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεδρίτης — fellow officer of the Guard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδρίτης — ὁ, Μ αυτός που είναι μαζί με άλλους αξιωματικός τής φρουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνεδρος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ὁπλ ίτης)] … Dictionary of Greek